- κόμιτας
- κόμιτας και κόμιτος, ὁ (Μ)αξιωματικός τού στόλου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. comes].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ετσμιατζίν ή Βαγκαρσαπάτ — (EcmiadzinVargharsapat). Πόλη (65.900 κάτ. το 2002) της Αρμενίας, στην πεδιάδα του Αραράτ. To E. είναι βιομηχανική πόλη με εργοστάσια οινοποιίας, κονσερβοποιίας, οικοδομικών και πλαστικών υλικών, κ.ά. Στην πόλη υπάρχει αξιόλογο εθνογραφικό… … Dictionary of Greek